- επίβολος
- -η, -ο(για μέρος τού βυθού) αυτός που εξασφαλίζει ασφαλή αγκυροβολία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπίβολος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβολώτατον — ἐπίβολος masc acc superl sg ἐπίβολος neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβόλως — ἐπίβολος adverbial ἐπίβολος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίβολον — ἐπίβολος masc/fem acc sg ἐπίβολος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβόλοις — ἐπίβολος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβόλους — ἐπίβολος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίβολοι — ἐπίβολος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek
μεγαλεπήβολος — και μεγαλεπίβολος, η, ο (Α μεγαλεπήβολος και μεγαλεπίβολος, ον) αυτός που επιχειρεί μεγάλα, τολμηρά και δύσκολα έργα νεοελλ. 1. αυτός ο οποίος ενέχει μεγαλειότητα («μεγαλεπήβολα έργα») 2. φρ. «μεγαλεπήβολα σχέδια» σχέδια που τείνουν προς μεγάλους … Dictionary of Greek